Συναδέλφισσα, συνάδελφε,

Το νομοσχέδιο βάζει κυριολεκτικά “μπουρλότο” στη ζωή μας. Το πόσο δουλεύουμε, το πόσο αμειβόμαστε, το πόσο ξεκουραζόμαστε, θα καθορίζεται από την ατομική σύμβαση κάθε μεμονωμένου εργαζόμενου με την εργοδοσία.

Το πνεύμα του νόμου βασίζεται σε τρεις άξονες που αφενός απορρίπτουν την επικοινωνιακή προσπάθεια της κυβέρνησης να παρουσιάσει ως φιλεργατικό το νόμο, αφετέρου αποκαλύπτουν τον πραγματικό χαρακτήρα του: Ο πρώτος άξονας θέτει το ζήτημα της ευελιξίας στην εργασία (διευθέτηση, άδεια άνευ αποδοχών, γονικές άδειες κλπ.) ως αποκλειστικής ευθύνης του εργαζόμενου δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να εφαρμοστεί μόνο εφόσον ο ίδιος το επιθυμεί και εξυπηρετείται. Μάλιστα, προς ενίσχυση των παραπάνω, ο ίδιος ο νόμος σε πλήθος διατάξεις του, αναφέρει ως προϋπόθεση τη βούληση του εργαζόμενου, τη σχετική υποβολή αίτησης από μέρους του κ.λπ. Ωστόσο, ο δεύτερος άξονας, όπως προκύπτει από ορισμένες διατάξεις, είναι ο όρος τη μη διατάραξης της εύρυθμης λειτουργίας της επιχείρησης, προκειμένου για την εφαρμογή της ευελιξίας, αποδεικνύοντας ότι αποτελεί ένα ακόμη εργαλείο του εργοδότη.

Έτσι, η ατομική βούληση του εργαζόμενου σκοντάφτει στο συμφέρον του εργοδότη και της επιχείρησης, το οποίο είναι ισχυρότερο δεδομένου ότι η μεταξύ τους σχέση δεν είναι μία διμερής σχέση ισοτιμίας.

Τέλος, η ατομική “διαπραγμάτευση” ως βασικός όρος για τη ρύθμιση του εργάσιμου χρόνου ενισχύεται από τον τρίτο άξονα που αφορά τον περιορισμό της συνδικαλιστικής δράσης, η οποία επιχειρείται να αποδυναμωθεί με διττό τρόπο: με διατάξεις που -άμεσα- με νομικό τρόπο τη δυσχεραίνουν (δυσκολία στην απόφαση λήψης για απεργία, περιορισμός προστασίας των μελών της διοίκησης ενός σωματείου κ.λπ.) και με διατάξεις που έμμεσα προσπαθούν να την απαξιώσουν ηθικά (κατάργηση περιφρούρησης για διευκόλυνση όσων θέλουν να εργαστούν σε μέρα απεργίας, υψηλά ποσοστά προσωπικού ασφαλείας δήθεν για να μην ταλαιπωρείται ο κόσμος κ.λπ.) 

Άρθρο 28 του Ν 4808/2021 Γονική άδεια (Άρθρα 5 και 8 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/1158 Κάθε εργαζόμενος γονέας έχει δικαίωμα γονικής άδειας για την ανατροφή του παιδιού, διάρκειας τεσσάρων (4) μηνών, την οποία μπορεί να χρησιμοποιήσει συνεχόμενα ή τμηματικά, μέχρι το παιδί να συμπληρώσει την ηλικία των οκτώ (8) ετών. Σε περίπτωση υιοθεσίας ή αναδοχής τέκνου ηλικίας έως οκτώ (8) ετών, η γονική άδεια χορηγείται από την ένταξη του παιδιού στην οικογένεια. Για τους δύο (2) πρώτους μήνες της γονικής άδειας, ο Ο.Α.Ε.Δ. υποχρεούται να καταβάλλει το επίδομα στον κάθε γονέα, μηνιαίως, ποσού ίσου με τον ελάχιστο νομοθετημένο μισθό, και αναλογία δώρων εορτών και επιδόματος αδείας, μετά την παρακράτηση της προβλεπόμενης εισφοράς του ασφαλισμένου, την οποία και αποδίδει στον οικείο ασφαλιστικό φορέα, μαζί με την προβλεπόμενη εισφορά του εργοδότη που βαρύνει τον Οργανισμό. Για τον μη επιδοτούμενο χρόνο γονικής άδειας, ο οποίος λαμβάνεται υπόψη τόσο για τη θεμελίωση του ασφαλιστικού δικαιώματος όσο και για τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης, ο εργαζόμενος θα πρέπει να το εξαγοράσει βάσει του ποσοστού εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη, που ισχύει σε κάθε φορέα επί του 25πλάσιου του ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη (άρθρο 40 του Ν 2084/1992). Η αίτηση υποβάλλεται στον εργοδότη τουλάχιστον ένα (1) μήνα πριν την έναρξη της άδειας, και ο εργοδότης, υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια στον αιτούμενο χρόνο, εκτός αν αυτό θα διατάρασσε σοβαρά την εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης. Άρθρο 50 του Ν 4075/2012 Γονική άδεια Ο εργαζόμενος γονέας έχει δικαίωμα γονικής άδειας ανατροφής του παιδιού μέχρις ότου συμπληρώσει την ηλικία των έξι (6) ετών. Τη γονική άδεια ανατροφής δικαιούται και ο εργαζόμενος ο οποίος υιοθετεί ή αναδέχεται τέκνο ηλικίας έως έξι (6) ετών. Η γονική άδεια ανατροφής είναι άνευ αποδοχών και ο χρόνος αναγνωρίζεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του Ν. 1483/1984 (Α΄ 153), τόσο για θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος όσο και για προσαύξηση του ποσού της σύνταξης και εξαγοράζεται βάσει του ποσοστού εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη, που ισχύει σε κάθε φορέα επί του 25πλάσιου του ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη (άρθρο 40 Ν 2084/1992)

Με τη νέα θεσμοθέτηση της γονικής άδειας διάρκειας τεσσάρων (4) μηνών που ενώ κατά το ήμισυ είναι απλήρωτη και που οι εργαζόμενοι θα πρέπει να βάλουν το χέρι στην τσέπη προκειμένου να αναγνωρίσουν το μη επιδοτούμενο διάστημα ως χρόνο ασφάλισης, υπάρχουν και τα ψιλά γράμματα, με βάση τα οποία ο εργοδότης έχει τη δυνατότητα να μην χορηγήσει την άδεια στον χρόνο που ζητά ο εργαζόμενος «αν αυτό θα διατάρασσε σοβαρά την εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης».

Άρθρο 56 του Ν 4808/2021-Ανάπαυση εργαζομένων – Τροποποίηση της παρ. 1 του άρθρου 4 του Π.Δ 88/1999 Όταν ο χρόνος ημερήσιας εργασίας υπερβαίνει τις τέσσερις (4) συνεχόμενες ώρες, χορηγείται διάλειμμα κατ’ ελάχιστον δεκαπέντε (15) λεπτών και κατά μέγιστον τριάντα (30) λεπτών, κατά τη διάρκεια του οποίου οι εργαζόμενοι δικαιούνται να απομακρυνθούν από τη θέση εργασίας τους. Το διάλειμμα αυτό δεν αποτελεί χρόνο εργασίας και δεν επιτρέπεται να χορηγείται συνεχόμενο με την έναρξη ή τη λήξη της ημερήσιας εργασίας. Άρθρο 4 του Π.Δ 88/1999 – Διαλείμματα Όταν ο χρόνος ημερήσιας εργασίας υπερβαίνει τις έξι ώρες, πρέπει να χορηγείται διάλειμμα τουλάχιστον 15 λεπτών, κατά τη διάρκεια του οποίου οι εργαζόμενοι δικαιούνται να απομακρυνθούν από τη θέση εργασίας τους. Τα διαλείμματα αυτά δεν επιτρέπεται να χορηγούνται συνεχόμενα με την έναρξη ή τη λήξη της ημερήσιας εργασίας

Με την τροποποίηση της διάταξης του χρόνου ανάπαυσης το διάλλειμα δεν αποτελεί χρόνο εργασίας με αποτέλεσμα την ισόχρονη παράταση του ωραρίου κατά 15 έως 30 λεπτά, νομιμοποιώντας μία πρακτική που κατά παράβαση εφαρμοζόταν σε πολλές επιχειρήσεις.

  Άρθρο 57 του Ν 4808/2021- Παροχή πρόσθετης εργασίας από εργαζομένους μερικής απασχόλησης – Τροποποίηση της παρ. 11 του άρθρου 38 του Ν 1892/1990 Αν παραστεί ανάγκη για πρόσθετη εργασία πέραν της συμφωνημένης, ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση να την παράσχει, αν είναι σε θέση να το κάνει και η άρνησή του δεν είναι αντίθετη με την καλή πίστη. Η πρόσθετη εργασία μπορεί να παρασχεθεί, εφόσον συμφωνεί ο εργαζόμενος και κατά ωράριο, που δεν είναι συνεχόμενο σε σχέση με το συμφωνημένο ωράριο της ίδιας ημέρας, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων περί ημερήσιας ανάπαυσης, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από τρεις (3) ώρες. Αν παρασχεθεί εργασία πέραν της συμφωνημένης, ο μερικώς απασχολούμενος δικαιούται αντίστοιχης αμοιβής με προσαύξηση δώδεκα τοις εκατό (12%) επί της συμφωνηθείσας αμοιβής για κάθε επιπλέον ώρα εργασίας που θα παράσχει. Ο μερικώς απασχολούμενος μπορεί να αρνηθεί την παροχή εργασίας πέραν της συμφωνημένης, όταν η πρόσθετη εργασία λαμβάνει χώρα κατά συνήθη τρόπο. Σε κάθε περίπτωση, η πρόσθετη αυτή εργασία δύναται να πραγματοποιηθεί κατ’ ανώτατο όριο μέχρι τη συμπλήρωση του πλήρους ημερήσιου ωραρίου του συγκρίσιμου εργαζομένου.   Άρθρο 38 του Ν 1892/1992 Μερική απασχόληση Αν παραστεί ανάγκη για πρόσθετη εργασία πέραν από τη συμφωνηθείσα, ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση να την παράσχει, αν είναι σε θέση να το κάνει και η άρνηση του θα ήταν αντίθετη με την καλή πίστη. Αν παρασχεθεί εργασία πέραν της συμφωνημένης, ο μερικώς απασχολούμενος δικαιούται αντίστοιχης αμοιβής με προσαύξηση δώδεκα τοις εκατό (12%) επί της συμφωνηθείσας αμοιβής για κάθε επιπλέον ώρα εργασίας που θα παράσχει. Ο μερικώς απασχολούμενος μπορεί να αρνηθεί την παροχή εργασίας πέραν της συμφωνημένης, όταν αυτή η πρόσθετη εργασία λαμβάνει χώρα κατά συνήθη τρόπο. Σε κάθε περίπτωση η πρόσθετη αυτή εργασία δύναται να πραγματοποιηθεί κατ’ ανώτατο όριο μέχρι τη συμπλήρωση του πλήρους ημερήσιου ωραρίου του συγκρίσιμου εργαζομένου.

Αυτή η πρόσθετη εργασία θα αμείβεται «με προσαύξηση (12%) επί της συμφωνηθείσας αμοιβής για κάθε επιπλέον ώρα εργασίας που θα παράσχει». Έτσι, ένας 4ωρίτης θα μπορεί να είναι στη διάθεση του εργοδότη όλη μέρα (π.χ. 4 ώρες το πρωί και 4 «υπερωρίες» το απόγευμα), και οι υπερωρίες του θα αμείβονται με προσαύξηση 12% και όχι με 40% όπως οι συνάδελφοί του 8ωρίτες. Πρόκειται για ένα ακόμα κίνητρο στην εργοδοσία είτε για να αντικαταστήσει χιλιάδες θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης με μερικής, είτε αντί να προλαμβάνει προσωπικό για 8ωρη δουλειά να προσλαμβάνει για 4ωρη, δηλαδή με 300 ευρώ, και όποτε έχει αυξημένες ανάγκες, να τους βάζει να δουλεύουν 8ωρο με μερικά ψίχουλα παραπάνω.

Άρθρο 58 του Ν.4808/2021 Αμοιβή υπέρβασης χρονικών ορίων εργασίας – Προσθήκη τίτλου, τροποποίηση των παρ. 3 και 5 και προσθήκη παρ. 6 στο άρθρο 4 του Ν 2874/2000. Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακώς δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης,  έως τρεις (3) ώρες ημερησίως και μέχρι τη συμπλήρωση εκατόν πενήντα (150) ωρών ετησίως, αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά σαράντα τοις εκατό (40%).Κάθε ώρα υπερωρίας, για την πραγματοποίηση της οποίας δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, χαρακτηρίζεται εφεξής παράνομη υπερωρία. Για κάθε ώρα παράνομης υπερωρίας, ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά εκατόν είκοσι τοις εκατό (120%).Με αποφάσεις του αρμοδίου οργάνου του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, δύναται να χορηγείται κατά περίπτωση άδεια υπερωριακής απασχόλησης των μισθωτών όλων των επιχειρήσεων και εργασιών, επιπλέον των επιτρεπόμενων ανωτάτων ορίων υπερωριακής απασχόλησης ετησίως της παρ. 3, σε περιπτώσεις επείγουσας φύσης εργασίας, η εκτέλεση της οποίας κρίνεται απολύτως επιβεβλημένη και δεν επιδέχεται αναβολή. Για την κατά τα ανωτέρω υπερωριακή απασχόληση, οι μισθωτοί δικαιούνται αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά εξήντα τοις εκατό (60%).» Άρθρο 4 του Ν 2874/2000 Υπέρβαση χρονικών ορίων εργασίας. Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι τη συμπλήρωση εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά σαράντα τοις εκατό (40%). Η αμοιβή για την πέραν των εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως νόμιμη υπερωριακή απασχόληση είναι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά εξήντα τοις εκατό (60%) .Κάθε ώρα υπερωρίας, για την πραγματοποίηση της οποίας δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, χαρακτηρίζεται εφεξής κατ΄ εξαίρεση υπερωρία Για κάθε ώρα κατ΄ εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά ογδόντα τοις εκατό (80%)

Εκτοξεύονται και οι υπερωρίες, αλλά με… σκόντο στην αμοιβή τους. Την αύξηση σε 150 για τις υπερωρίες ετησίως (από 96 στη μεταποίηση και 120 στις υπηρεσίες σήμερα) τις οποίες μονομερώς θα μπορούν να επιβάλλουν οι επιχειρήσεις, ενισχύοντας το οπλοστάσιο της υπερεκμετάλλευσης και της δουλειάς «ήλιο με ήλιο». Επιπλέον, επικαλούμενες «επείγουσας φύσης εργασία», ακόμα κι αυτό το όριο των 150 ωρών μπορεί να ξεπερνιέται. Μάλιστα, η αύξηση των ωρών θα έρχεται στους εργοδότες και πιο φθηνά, καθώς μέχρι τις 150 ώρες ο εργαζόμενος θα αμείβεται με προσαύξηση μόλις 40%, ενώ με το ισχύον καθεστώς για πάνω από τις 120 ώρες η προσαύξηση είναι 60%. Σε συνάρτηση με την υποχρέωση του εργαζόμενου να παρέχει 5 ώρες τη βδομάδα υπερεργασία, ο χρόνος εργασίας πλέον «σπάει τα κοντέρ» και ο εργαζόμενος χάνει το λογαριασμό. Η συγκεκριμένη διάταξη σημαίνει αυτομάτως την αφαίρεση ενός μεγάλου μέρους του μισθού.

  Άρθρο 59 Συμφωνία περί διευθέτησης του χρόνου εργασίας – Τροποποίηση της παρ. 6 και προσθήκη παρ. 12 στο άρθρο 41 του Ν.1892/1990 Η διευθέτηση του χρόνου εργασίας (δηλ. 10 ώρες εργασίας την ημέρα για κάποιο χρονικό διάστημα και ρεπό ή άδεια σε επόμενο διάστημα προς συμψηφισμό αυτών των ωρών) μπορεί να εφαρμοστεί και με ατομική σύμβαση, κατόπιν αίτησης του εργαζόμενου, αν δεν υπάρχει συνδικαλιστική οργάνωση ή δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ συνδικαλιστικής οργάνωσης και του εργοδότη. Το χρονικό διάστημα των περιόδων αυξημένης και μειωμένης απασχόλησης δεν υπερβαίνει συνολικά τους έξι (6) μήνες σε διάστημα δώδεκα (12) μηνών (περίοδος αναφοράς).Στην περίπτωση που λυθεί η σύμβαση εργασίας πριν από τη λήψη, εν όλω ή εν μέρει, του χρονικού αντισταθμίσματος που προβλέπεται κατά την περίοδο της μειωμένης απασχόλησης της παρ. 1, ο εργαζόμενος λαμβάνει, κατά τη λύση, αποζημίωση για τις υπερβάλλουσες ώρες που έχει απασχοληθεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 4 του ν. 2874/2000 (Α’ 286).   Άρθρο 41 του Ν 1892/1990 Διευθέτηση χρόνου εργασίας Η διευθέτηση του χρόνου εργασίας (δηλ. 10 ώρες εργασίας την ημέρα για κάποιο χρονικό διάστημα και ρεπό ή άδεια σε επόμενο διάστημα προς συμψηφισμό αυτών των ωρών) καθορίζεται με επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή συμφωνία του εργοδότη με συνδικαλιστική οργάνωση στην επιχείρηση που αφορά τα μέλη της ή συμφωνία του εργοδότη και του συμβουλίου των εργαζομένων ή συμφωνία του εργοδότη και ένωσης προσώπων

Αυτό που επιδιώκεται με τη διευθέτηση και την αυξομείωση του ωραρίου είναι κάθε ώρα που δουλεύει ο εργαζόμενος να αποφέρει τα μέγιστα κέρδη στον εργοδότη σε όλες τις περιόδους αυξημένης ή μειωμένης απασχόλησης. Άλλωστε, ακόμα και την περίοδο μειωμένης απασχόλησης, ο εργοδότης μπορεί, αν χρειαστεί, να παρατείνει τον ημερήσιο εργάσιμο χρόνο μέχρι 13 ώρες, «κολλώντας» στο μειωμένο ωράριο υπερεργασία και υπερωρίες, οι οποίες μάλιστα θα κοστίζουν λιγότερο σύμφωνα με το νομοσχέδιο. Όμως, ο εργαζόμενος δεν κερδίζει τίποτα, αντίθετα χάνει. Ο οργανισμός του υφίσταται φθορά κάθε ώρα που δουλεύει, πόσο μάλλον πέραν του 8ώρου, μια φθορά που η κυβέρνηση του λέει ότι θα την αναπληρώσει όποτε το αποφασίσει ο εργοδότης, π.χ. σε κάνα εξάμηνο… Επομένως, στην πραγματικότητα μιλάμε και για μείωση του μισθού, αν και «στα χαρτιά» μένει ο ίδιος, αφού αυξάνεται η εκμετάλλευση.

Άρθρο 61 του Ν 4808/2021 Χρονικό όριο εξάντλησης ετήσιας άδειας αναψυχής Η χρονική περίοδος χορηγήσεως της αδείας κανονίζεται μεταξύ εργοδότου και μισθωτού, του πρώτου υποχρεουμένου να χορηγήσει την αιτηθείσαν άδειαν το πολύ εντός διμήνου από της υπό του δευτέρου διατυπώσεως της σχετικής αιτήσεως. Πάντως το ήμισυ τουλάχιστον των κατ’ έτος, εν εκάστη επιχειρήσει, δικαιουμένων αδείας δέον να ικανοποιούνται εντός του από 1ης Μαΐου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου χρονικού διαστήματος. Η κατά τα ανωτέρω απαιτουμένη αίτησις σκοπεί μόνον εις τον προσδιορισμόν των χρονικών ορίων, εντός των οποίων υφίσταται υποχρέωσις διά την χορήγησιν της αδείας και δεν αποτελεί τυπικήν προϋπόθεσιν διά την υπό του μισθωτού, κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου, άσκησιν του εις άδειαν μετ’ αποδοχών δικαιώματος αυτού. Η δικαιούμενη, κατ’ έτος, άδεια πρέπει να εξαντλείται μέχρι το πρώτο τρίμηνο του επόμενου ημερολογιακού έτους.» Άρθρο 4 του Ν 539/1945 Η χρονική περίοδος χορηγήσεως της αδείας κανονίζεται μεταξύ εργοδότου και μισθωτού, του πρώτου υποχρεουμένου να χορηγήσει την αιτηθείσαν άδειαν το πολύ εντός διμήνου από της υπό του δευτέρου διατυπώσεως της σχετικής αιτήσεως. Πάντως τα ήμισυ τουλάχιστον των κατ’ έτος, εν εκάστη επιχειρήσει, δικαιουμένων αδείας δέον να ικανοποιούνται εντός του από 1ης Μαΐου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου χρονικού διαστήματος. Η κατά τα ανωτέρω απαιτουμένη αίτησις σκοπεί μόνον εις τον προσδιορισμόν των χρονικών ορίων, εντός των οποίων υφίσταται υποχρέωσις διά την χορήγησιν της αδείας και δεν αποτελεί τυπικήν προϋπόθεσιν διά την υπό του μισθωτού, κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου, άσκησιν του εις άδειαν μετ’ αποδοχών δικαιώματος αυτού, του εργοδότου υποχρεουμένου όπως προ της λήξεως του ημερολογιακού έτους, παράσχη την άδειαν έστω και εάν δεν εζητήθη αύτη υπό του μισθωτού.

Με τη ρύθμιση για το χρονικό όριο εξάντλησης ετήσιας άδειας αναψυχής το οποίο τίθεται μέχρι το πρώτο τρίμηνο του επόμενου ημερολογιακού έτους, «διαστέλλεται» ο χρόνος που η εργοδοσία υποχρεούται να δώσει το υπόλοιπο άδειας σε εργαζόμενο. Ο εργοδότης δεν έχει πλέον την υποχρέωση να δώσει το υπόλοιπο αδείας εντός του αντίστοιχου ημερολογιακού έτους (με ρήτρα διπλάσιο ημερομίσθιο όταν δεν το έκανε), όπως ίσχυε μέχρι σήμερα.

Άρθρο 62 του Ν 4808/2021 Άδεια άνευ αποδοχών Εργαζόμενος πλήρους ή μερικής απασχόλησης δύναται, κατόπιν ατομικής έγγραφης συμφωνίας με τον εργοδότη, να λάβει άδεια άνευ αποδοχών για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος, η οποία δύναται να παραταθεί με νεότερη συμφωνία των μερών. Κατά τη διάρκεια της άδειας η σύμβαση εργασίας τίθεται σε αναστολή και δεν οφείλονται ασφαλιστικές εισφορές, όπως και δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό Δώρο Χριστουγέννων και Πάσχα Η έγγραφη συμφωνία αναρτάται στο Πληροφοριακό Σύστημα (Π/Σ) «ΕΡΓΑΝΗ» και αντίγραφό της γνωστοποιείται στον e-Ε.Φ.Κ.Α. Μετά τη λήξη της άδειας άνευ αποδοχών αναβιώνουν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών εκ της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας. Μετά τη λήξη της άδειας άνευ αποδοχών αναβιώνουν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών εκ της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας. Για πρώτη φορά προβλέπεται η «μακροχρόνια άδεια άνευ αποδοχών». Κατά τη διάρκεια της άδειας, η σύμβαση εργασίας τίθεται σε αναστολή και δεν οφείλονται ασφαλιστικές εισφορές». Διόλου τυχαία, μας θυμίζει την «πατέντα των αναστολών» που εγκαινιάστηκε με την πανδημία, μόνο που τώρα οι εργοδότες δεν έχουν καμία επιβάρυνση και τους δίνεται η δυνατότητα, ασκώντας πίεση στον εργαζόμενο, να απαλλάσσονται από μέρος του προσωπικού τους. Μάλιστα, το διάστημα αυτό μπορεί να ξεπερνάει ακόμα και το έτος, στοιχείο που συνθέτει ένα καθεστώς ιδιότυπης ανεργίας και ομηρίας του εργαζόμενου, και όχι για την εξυπηρέτηση κάποιας προσωρινής ανάγκης του, όπως συμβαίνει μέχρι τώρα.
Άρθρο 63 Εξαιρέσεις από την υποχρεωτική ανάπαυση κατά την Κυριακή και τις ημέρες εργασίας. Στις εξαιρέσεις που επιτρέπεται ήδη να λειτουργούν Κυριακές – Αργίες προστίθενται αρκετοί κλάδοι. Αναφέρουμε δύο που αφορούν τον κλάδο μας.   1 .Κέντρων κοινών υπηρεσιών («shared services centers») ομίλων επιχειρήσεων, ιδίως, στους τομείς της λογιστικής, του ανθρώπινου δυναμικού, της μισθοδοσίας, των Η/Υ (ΙΤ), της κανονιστικής συμμόρφωσης, των προμηθειών και άλλων. 2. Κέντρων δεδομένων («data centers») και εν γένει μηχανογραφικών κέντρων ομίλων επιχειρήσεων. Παίρνοντας τη σκυτάλη από την προηγούμενη κυβέρνηση, που νομιμοποίησε τη δουλειά 32 Κυριακές τον χρόνο για τους εμποροϋπαλλήλους, η ΝΔ έρχεται να χτυπήσει αδυσώπητα την κυριακάτικη αργία. Δίπλα στους μέχρι τώρα εργαζόμενους που ξέχασαν τι σημαίνει ξεκούραση την Κυριακή, προστίθενται επιπλέον δεκάδες κλάδοι και ειδικότητες, μετατρέποντάς την σε σπάνια εξαίρεση. Και κάπου εδώ καταρρέουν για μια ακόμα φορά οι αστειότητες του υπουργείου Εργασίας για το «δικαίωμα» ενός εργαζόμενου να δουλεύει 10 ώρες τη μέρα ώστε «να παίρνει ρεπό την Παρασκευή, για να χαρεί τα παιδιά του». Μόνο που τα παιδιά του την Παρασκευή πάνε σχολείο, σε αντίθεση με την Κυριακή, που η κυβέρνηση απαγορεύει την ξεκούραση για χιλιάδες εργατοϋπαλλήλους σε μεταφορές, logistics, data centers, λιμάνια, λογιστήρια κ.α.  
Άρθρο 65 του Ν 4808/2021 Απαλλαγή από την υποχρέωση παροχής εργασίας μετά την προμήνυση καταγγελίας. Με την κοινοποίηση της καταγγελίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας με προειδοποίηση, ο εργοδότης δύναται να απαλλάξει τον εργαζόμενο από την υποχρέωση παροχής της εργασίας του, μερικώς ή πλήρως. Στην περίπτωση αυτήν, οι αποδοχές του εργαζόμενου καταβάλλονται πλήρως μέχρι την εκπνοή του χρόνου προειδοποίησης και ο εργοδότης δεν καθίσταται υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας. 2. Εάν ο εργοδότης ασκήσει το δικαίωμα της παρ. 1, ο εργαζόμενος έχει το δικαίωμα να αναλάβει εργασία σε διαφορετικό εργοδότη κατά το χρονικό διάστημα της προμήνυσης, χωρίς να επηρεάζονται τα αποτελέσματα της καταγγελίας και το ύψος της καταβλητέας αποζημίωσης.   Άρθρο 66 Προστασία από τις απολύσεις Απαγορεύεται η απόλυση όταν ο εργαζόμενος άσκησε οποιοδήποτε νόμιμο δικαίωμά του για τους λόγους που αναφέρονται στον νόμο. Εάν η απόλυση πάσχει για λόγο διαφορετικό από τους λόγους που αναφέρονται στον νόμο, το δικαστήριο, αντί οποιασδήποτε άλλης συνέπειας, μετά από αίτημα είτε του εργαζομένου είτε του εργοδότη, επιδικάζει υπέρ του εργαζομένου ποσό πρόσθετης αποζημίωσης, το οποίο δεν μπορεί να είναι μικρότερο των τακτικών αποδοχών τριών (3) μηνών ούτε μεγαλύτερο του διπλάσιου της κατά νόμο αποζημίωσης, λόγω καταγγελίας κατά τον χρόνο απόλυσης. Το αίτημα υποβάλλεται από τον εργαζόμενο ή από τον εργοδότη σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης, σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Κατά τον καθορισμό του ποσού της πρόσθετης αποζημίωσης, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του ιδίως, την ένταση του πταίσματος του εργοδότη και την περιουσιακή και οικονομική κατάσταση του εργαζομένου και του εργοδότη Ο εργαζόμενος που επικαλείται ελάττωμα της καταγγελίας δικαιούται να ζητήσει, αντί για την αναγνώριση ακυρότητας της καταγγελίας και την επέλευση των συνεπειών της ακυρότητας, την επιδίκαση της πρόσθετης αποζημίωσης. Υποκριτική πέρα για πέρα είναι και η διάταξη περί «προστασίας από απολύσεις». Στην πράξη, οι εργαζόμενοι όχι μόνο δεν προστατεύονται, αλλά ακόμα και στην περίπτωση που δικαιωθούν από τα δικαστήρια δίνεται στον εργοδότη η δυνατότητα, έναντι κάποιου αντιτίμου, να μην ξαναπροσλάβει τον απολυμένο. Πρόκειται για ένα ακόμα «σήμα» προς την εργοδοσία πως έχει πλήρη ασυλία να κάνει ό,τι νομίζει με τους εργαζόμενους, αφού εκτός από το ότι θα μπορεί να τους βάζει να δουλεύουν όσο και όπως θέλει, θα τους ξεφορτώνεται και όποτε θέλει, ξέροντας ότι ακόμα και αν κριθεί άκυρη η απόλυση δεν έχει την υποχρέωση επαναπρόσληψης. Πιο συγκεκριμένα, με το άρθρο 65, ακόμα και όταν η απόλυση κριθεί παράνομη, δίνεται η δυνατότητα στις επιχειρήσεις, καταβάλλοντας μια αποζημίωση (3 έως 24 μηνιάτικα), να ξαποστείλουν τον εργαζόμενο στις ουρές της ανεργίας. Έτσι, εκτός της απώλειας της εργασίας του, αυτό σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να οδηγήσει και σε χρηματικές απώλειες του εργαζόμενου συγκριτικά με τους μισθούς υπερημερίας που θα λάμβανε έπειτα από μια θετική δικαστική απόφαση. Επίσης, τη διευκόλυνση των εργοδοτών να απολύουν και να μην είναι υποχρεωμένοι να επαναπροσλάβουν τον εργαζόμενο ακόμα και αν δικαιωθεί δικαστικά τη χαρακτήρισαν «απαλλαγή του εργαζομένου ως προς την υποχρέωση παροχής εργασίας μετά την προμήνυση καταγγελίας»  

Άρθρο 67 του Ν 4808/2021 Τηλεργασία- Αντικατάσταση του άρθρου 5 του Ν 3846/2000 Βαθιά αντεργατικές είναι και οι διατάξεις για την τηλεργασία, καθώς το «δικαίωμα στην αποσύνδεση», που υποτίθεται ότι διασφαλίζει τον εργαζόμενο, είναι ο φερετζές για να περάσει όλο το νομοθετικό πλαίσιο που μονιμοποιεί και επεκτείνει στο έπακρο τη νέα αυτή μορφή «ευελιξίας», που ωφελεί τους εργοδότες και αυξάνει την εντατικοποίηση της εργασίας, σβήνοντας τα όρια μεταξύ εργάσιμου και μη εργάσιμου χρόνου. Μάλιστα, το νομοσχέδιο δεν κατοχυρώνει την υποχρέωση του εργοδότη να παρέχει τον εξοπλισμό, αφού δίνει τη «δυνατότητα» στον εργαζόμενο να τον παρέχει αυτός!

Επιπλέον, πρόβλημα υπάρχει και με τον ασαφή όρο περί «τηλετοιμότητας» του εργαζόμενου, ενώ με μια πρωτοφανή διάταξη αφαιρείται από τον εργοδότη η ευθύνη για την προστασία της υγείας και της επαγγελματικής ασφάλειας του εργαζόμενου με τηλεργασία και φορτώνεται στον ίδιο τον εργαζόμενο. Όπως προκλητικά αναφέρεται στη σχετική διάταξη: «Ο τηλεργαζόμενος υποχρεούται να εφαρμόζει τη νομοθεσία για την υγιεινή και ασφάλεια στην εργασία και να μην υπερβαίνει το ωράριο εργασίας του. Κατά την παροχή τηλεργασίας από τον τηλεργαζόμενο τεκμαίρεται ότι ο χώρος τηλεργασίας πληροί τις παραπάνω προδιαγραφές και ότι ο τηλεργαζόμενος τηρεί τους κανόνες περί υγιεινής και ασφάλειας…»  Η ευθύνη του εργοδότη; Ο ρόλος του κράτους στην τήρηση των προϋποθέσεων ασφάλειας για τους εργαζόμενους; Τίποτα απ’ αυτά δεν υπάρχει. Όλα είναι «ατομική ευθύνη» του ίδιου του εργαζόμενου.

Συνδικαλιστικός νόμος: Τροποποίηση του Ν.1264/1982: Ξεχωριστή θέση στο αντεργατικό νομοσχέδιο – τερατούργημα έχουν οι διατάξεις αναθεώρησης του συνδικαλιστικού νόμου, που στοχεύουν στη διαμόρφωση ενός ακόμα πιο αυταρχικού πλαισίου ποινικοποίησης της συνδικαλιστικής δράσης και του απεργιακού δικαιώματος, περιορισμού της δράσης των σωματείων, διευκόλυνσης της παρέμβασης κράτους και εργοδοσίας στην ίδια τη δομή του συνδικαλιστικού κινήματος, στη συλλογική οργάνωση και δράση.

Διατάξεις που «παίρνουν τη σκυτάλη» από τον απεργοκτόνο νόμο του ΣΥΡΙΖΑ και από όλο το κατασταλτικό πλαίσιο που αξιοποιούνταν για να βγαίνουν η πλειοψηφία των απεργιών «παράνομες και καταχρηστικές», να σέρνονται στα δικαστήρια πρωτοπόροι συνδικαλιστές.

Βάζει νέα εμπόδια στη λήψη απόφασης για απεργία που στόχο έχει οι χώροι δουλειάς να γίνουν “νεκροταφεία” και η φυσική παρουσία στα σωματεία και στις συνελεύσεις παρελθόν, καθώς επιβάλλεται η εφαρμογή ηλεκτρονικής ψηφοφορίας, η οποία συνδυάζεται με την προηγούμενη απεργοκτόνα διάταξη του ΣΥΡΙΖΑ, που υποχρέωνε σε αυξημένη συμμετοχή (50%+1) στη Γενική Συνέλευση πρωτοβάθμιου σωματείου που αποφασίζει απεργία.

Απαγορεύει την περιφρούρηση της απεργίας, την υπεράσπιση δηλαδή του αγώνα από τους ίδιους τους απεργούς, επικαλούμενη το «δικαίωμα στην εργασία» τη μέρα της απεργίας.

Περιορίζει τη νομική προστασία των συνδικαλιστών από απόλυση μέσω της δραστικής μείωσης των μελών της διοίκησης μιας συνδικαλιστικής οργάνωσης που με το προϊσχύον καθεστώς είχαν έστω τυπική νομική προστασία.

Όλη η δράση των συνδικάτων μπαίνει ακόμα περισσότερο υπό τον ασφυκτικό έλεγχο του κράτους, αφού τα στοιχεία των συνδικαλιστικών οργανώσεων θα μπορούν να ελέγχονται απευθείας από την εκάστοτε κυβέρνηση, με το «φακέλωμά» τους στο Γενικό Μητρώο Συνδικαλιστικών Οργανώσεων Εργαζομένων (ΓΕΜΗΣΟΕ). Αυτό θα είναι και προϋπόθεση για να μπορούν τα συνδικάτα να διαπραγματεύονται και να υπογράφουν ΣΣΕ, όπως και να προκηρύσσουν απεργίες. Ακόμα το νομοσχέδιο προβλέπει την υποχρέωση των συνδικάτων να τηρούν ψηφιακό αρχείο μελών, διαθέσιμο στο υπουργείο Εργασίας. Ενώ το φακέλωμα κλιμακώνεται και με την ηλεκτρονική ψηφοφορία που επιβάλλεται και στην περίπτωση της εκλογής των συνδικαλιστικών οργάνων.

KAΛΟΥΜΕ ΚΑΘΕ ΣΥΝΑΔΕΛΦΙΣΣΑ ΚΑΙ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟ

  • Να είναι σε ετοιμότητα όταν η εργοδοσία επιχειρήσει να εφαρμόσει το νομοσχέδιο
  • Να έρθει σε επαφή με το σωματείο ώστε να παλέψουμε συλλογικά και οργανωμένα για αν μείνει αυτό το νομοσχέδιο έκτρωμα στα χαρτιά.
  • Να γίνει μέλος του σωματείου για να δυναμώσουμε την δύναμή μας για να διεκδικήσουμε αυτά που πραγματικά αντιστοιχούν στις σύγχρονες ανάγκες μας